ΚΕΙΜΕΝΟ:ΤΑΣΟΣ ΔΑΡΗΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΝΙΚΟΣ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΣ
Λαμπρές καστροπολιτείες του παρελθόντος, σπηλιές, καταφύγια, γερακοφωλιές, πέτρινα μονοπάτια, γαλανές παραλίες, δόξα και υπερηφάνεια, θρύλοι για στοιχειά και νεραϊδογέννητους, ιστορίες για κουρσέματα, επαναστάσεις, γδικιωμούς… Λακωνικά, αυτή είναι η Μάνη.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΕΡΟΠΟΛΗ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΛΙΜΕΝΑ
Στην πόλη του Αρη, τα σύννεφα τρέχουν στον ουρανό, πάνω από το ψηλό καμπαναριό της εκκλησίας των Ταξιαρχών, και στριμώχνονται πίσω από τον Ταΰγετο. Ενώνονται, χωρίζουν, σπάνε σε μικρότερα ίχνη του αέρα που φυσά στις ψηλές κορφές. Στη μικρή πλατεία της Αρεόπολης, όμως, τα φύλλα δεν σαλεύουν. Περιδιαβαίνουμε τα πεζοδρομημένα σοκάκια του πιο δημοφιλούς από τους 67 παραδοσιακούς οικισμούς της Μέσα Μάνης και κοιτάζουμε ψηλά, παρατηρώντας την αρχιτεκτονική που μας περιβάλλει. Δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμα, αλλά είμαστε γοητευμένοι από κάτι ακόμα πιο ισχυρό: την ιστορικότητα αυτού του τόπου.
Η ιστορία έχει πολλά να πει γι' αυτό το μέρος. Οχι μόνο για την Αρεόπολη αλλά και για όλη τη Μάνη. Με παρελθόν ανήσυχο, με την τέχνη του πολέμου σε πρώτη μοίρα -κατάλοιπο των Λακεδαιμονίων-, η Μάνη πάντα έκανε το δικό της! Πέρασε αλώβητη τη Φραγκοκρατία (για 16 μόλις χρόνια), ενώ και η Τουρκοκρατία την άφησε… παγερά αδιάφορη, καθώς όποια απόπειρα εισβολής δεν αποκρουόταν τελικά αποδεικνυόταν ασύμφορη. Τα προεπαναστατικά χρόνια βρήκαν τη Μάνη σε μια ιδιότυπη συνθήκη αυτονομίας, αποτελώντας έτσι έναν ασφαλή τόπο για τους κατατρεγμένους Ελληνες που αναζητούσαν καταφύγιο. Και όπως ήταν φυσικό, ο ξεσηκωμός του 1821 ξεκίνησε στη Μάνη, εδώ, στην Αρεόπολη. Μία εβδομάδα πριν από την υπόλοιπη Ελλάδα!
Η Αρεόπολη (ή, για τους παλαιότερους, Τσίμοβα) θα μπορούσε να συναγωνιστεί τη Μονεμβασιά σε ομορφιά. Το πρωί λιάζεται νωχελικά στις πλακόστρωτες πλατείες της. Το βράδυ ζωντανεύει, καθώς οι επισκέπτες της πλημμυρίζουν τα σοκάκια, αναζητώντας μια καλύτερη γωνία για να τραβήξουν τις αναμνηστικές φωτογραφίες των διακοπών τους, λίγο πριν καθίσουν κάπου για φαγητό. Χάνουμε την αίσθηση του χρόνου, σαν να έχουμε πάθει jet lag από την αλλαγή στην «ώρα της Μάνης». Αργότερα, η νύχτα θα μας καλέσει για ένα ποτό σε κάποιο από τα γραφικά μπαράκια. Και έπειτα, γυρνώντας, θα βυθιστούμε στη σιγή και θα κρυφακούσουμε τους σκοτεινούς πύργους που θα ψιθυρίζουν ιστορίες από παλιά...
H Αρεόπολη ξέρει τι ζητάει ο τουρισμός - αυτός είναι ο ένας λόγος που πολλοί την προτιμούν. Ο άλλος είναι η στρατηγική της θέση, που την καθιστά κατάλληλο ορμητήριο προς τα χωριά και τις παραλίες της Μάνης. Επίσης, διαθέτει σε ακτίνα βολής έναν αξιόλογο πλούτο μνημείων και αξιοθέατων. Το δικό μας ορμητήριο όμως βρίσκεται αρκετά χιλιόμετρα νοτιότερα, σε ένα χωριό που απλώνεται γύρω από έναν κλειστό όρμο, στον ονομαστό Γερολιμένα.
Παίρνοντας το δρόμο προς το Νότο, περνάμε από πάμπολλες διασταυρώσεις. Κάποια στιγμή κάνουμε μια μικρή παράκαμψη προς τον Μέζαπο. Απέναντι από το χωριό αντικρίζουμε τη χερσόνησο Τηγάνι, όπου βρίσκεται το βυζαντινό κάστρο της Μαΐνης, το αρχαιότερο της Μάνης. Μαζί με το κάστρο της Ωριάς, στο κοντινό οροπέδιο, φύλαγε την περιοχή. Σήμερα, η ερήμωση εξαιτίας της αδιαφορίας των αρμόδιων υπηρεσιών κρατάει κρυμμένα τα θαυμαστά μυστικά του κάστρου κάτω από τα βάτα που έχουν φυτρώσει. Ξαναπαίρνουμε το δρόμο για νότια και καθ' οδόν συναντάμε την Κοίτα, την «πολυπυργού», αρχοντοχώρι που συγκλονιζόταν από τις αντεκδικήσεις και τους γδικιωμούς μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Εκεί κοντά, δυτικά, στην περιοχή που αποκαλείται Κατωπάγκι, βρίσκεται και το Σταυρί με τους αναπαλαιωμένους πύργους του (μόνο 4 - 5 σπίτια απομένουν ρημαγμένα), αλλά και η Κιππούλα με το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής (11ος - 12ος αι.) και το οροπέδιο της Ανω Πούλας (της αρχαίας Ιππολας).
Κάποτε φτάνουμε και στον Γερολιμένα. Παρόλο που είναι ένα από τα «καινούργια» χωριά της Μάνης (άρχισε να σχηματίζεται πριν από 135 χρόνια), είναι από τα πιο γραφικά. Τα σπίτια του φτάνουν μέχρι την ακροθαλασσιά. Πίσω από τη μικρή παραλία που σχηματίζεται στη μασχάλη του όρμου, μια συστάδα δέντρων μάς προσφέρει λίγη σκιά. Παραδίπλα, τα γκαρσόνια από τα κοντινά εστιατόρια πηγαινοέρχονται βιαστικά κουβαλώντας στους δίσκους τους εκλεκτούς ψαρομεζέδες. Παίρνουμε μια ανάσα...
ΕΡΗΜΟΙ ΠΥΡΓΟΙ
«Τσάμπα καίει η λάμπα! Αυτό λέω όταν βλέπω τα φώτα του δρόμου αναμμένα το χειμώνα», παραπονιέται ο παπα-Γιώργης από τη Νόμια, βάζοντας λίγη μπίρα στο ποτήρι του. «Ερήμωσε ο τόπος μας. Νέος κανείς. Η Μάνη ζει από τις συντάξεις των Μανιατών, που γυρίζουν εδώ μετά από χρόνια στις πόλεις». Καλλιεργημένος και οξύνους, ο παπα-Γιώργης αφήνει την αγάπη για την ιστορία του τόπου του να ξεχειλίσει. «Αν δεν δεις τη θάλασσα, δεν μπορείς να ξέρεις την ιστορία ενός τόπου, γιατί στη στεριά τα ίχνη σβήνουν. Αν θέλετε να δείτε αρχαία, να πάτε στην Καινίπολη. Εκεί, άμα βουτήξεις στη θάλασσα, βλέπεις τη βυθισμένη πολιτεία. Βλέπεις την αρχαία ιστορία της Μάνης». Παρατηρώντας το ξάφνιασμά μας, σπεύδει να πει με μειλίχιο ύφος: «Κάποτε βούταγα κι εγώ...». Η αρχαία Καινίπολη βρίσκεται κοντά στην όμορφη παραλία Αλμυρό. Για να την επισκεφτεί κανείς, αρκεί να στρίψει δεξιά, περίπου στα μισά του δρόμου που συνδέει τον Γερολιμένα με το Ακρωτήριο Ταίναρο. Ο ίδιος δρόμος οδηγεί και στις άλλες παραλίες (Κάποι, Πέρα Κάποι, Σαρολιμένι), αλλά και στη θρυλική Βάθεια.
Χτισμένη στην κορυφή του λόφου, η Βάθεια αγναντεύει τον ορίζοντα εποπτεύοντας δρόμους και περάσματα. Η ιστορία τής επιφύλαξε μια τύχη διαφορετική από τα άλλα χωριά της Μάνης, δίνοντάς της άλλη μια ευκαιρία να ανθήσει, πριν ερημώσει και πάλι. Γύρω στο 1980, όταν ήρθε το ρεύμα στα χωριά της Μάνης και η λήθη άρχισε να μετουσιώνεται σε τουριστικό ενδιαφέρον, μια λαμπρή ιδέα, σπάνιο δείγμα ελληνικής οξυδέρκειας, έμελλε να δώσει ξανά ζωή στο μικρό, όμορφο, αλλά εγκαταλειμμένο χωριό. Ο ΕΟΤ, με ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα τουριστικής αξιοποίησης, δημιούργησε ένα πρότυπο τουριστικό συγκρότημα, διαμορφώνοντας αρκετούς πύργους της Βάθειας σε ξενώνες. Το αποτέλεσμα ήταν να τοποθετήσει ξανά -και για αρκετά χρόνια- το ασήμαντο χωριό στον τουριστικό χάρτη της Πελοποννήσου, κάνοντάς το έναν ελκυστικό προορισμό. «Τότε λειτουργούσαν 10 - 12 ξενώνες και ένα καφέ-εστιατόριο που, εκτός από τους τουρίστες, εξυπηρετούσαν όλους τους επισκέπτες που έρχονταν από τα γύρω χωριά», μας λέει ο Γιώργος Μαυροειδάκος, ο ταχυδρόμος από την Αρεόπολη.
Σήμερα οι ξενώνες της Βάθειας είναι δυστυχώς κλειστοί. Προσπαθούμε να ταξιδέψουμε νοερά στην αρχή του 19ου αιώνα, όταν αυτό το χωριό γνώρισε τη μεγαλύτερή του άνθηση, με περίπου 300 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια δημητριακών και ελιάς, την κτηνοτροφία, το κυνήγι αλλά και την πειρατεία. Τα υπέροχα σπίτια, οι πύργοι, οι όμορφες εκκλησιές και τα λιοτρίβια στέκονται ακόμη και σήμερα αγέρωχα, όμως πληγωμένα από το χρόνο και την εγκατάλειψη. Αδυνατούμε να κατανοήσουμε τι πήγε στραβά με το τουριστικό εγχείρημα του ΕΟΤ. «Το '80, ο ΕΟΤ αναζήτησε τους κληρονόμους των πύργων και των σπιτιών, προκειμένου να μισθώσει κάποια από τα κτίρια και να τα αναστηλώσει. Το πείραμα πέτυχε. Απλώς, πέρασαν τα χρόνια, έληξε η μίσθωση και δεν ανανεώθηκε. Πού να τους μαζέψει ξανά τόσους ιδιοκτήτες…» μας εξηγεί ο κύριος Γιώργος. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς στα περισσότερα χωριά της Μάνης φαίνεται πως είναι ο βασικός λόγος της θλιβερής εικόνας εγκατάλειψης που παρουσιάζουν. Κι αυτό γιατί οι Μανιάτες δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην έννοια της πατρογονικής εστίας, της έδρας του σογιού. Τόση, ώστε να επιμένουν πεισματικά να διατηρούν ακόμα και το πιο μικρό ποσοστό συνιδιοκτησίας σε έναν πύργο, το οποίο στη συνέχεια θα διαιρεθεί στους κληρονόμους της επόμενης γενιάς.
Στο μυαλό μου έρχονται τα λόγια του «Μπέη» από τη Λάγια: «Τη θυμάμαι τη Βάθεια. Ωραία ήταν. Αλλά δεν φτούρησε η προσπάθεια. Εδώ, στη Λάγια έπρεπε να το είχαν κάνει, που παρακαλάει». Ωστόσο, σήμερα, η επανάληψη του πειράματος της Βάθειας φαντάζει αδύνατη. Οχι μόνο επειδή δεν φαίνεται να υπάρχει σχετική πολιτική βούληση, ώστε να αναζητηθούν οι ιδιοκτήτες και τα απαραίτητα κονδύλια, αλλά και επειδή τα περιθώρια κέρδους είναι πλέον τόσο μικρά, ώστε να μην επαρκούν για να ξεπεραστεί η εγγενής δυσπιστία των Μανιατών απέναντι σε κάθε ξένο επενδυτή. Ο κύριος Γιώργος, ο ταχυδρόμος, μας εξηγεί: «Η ανάπλαση έγινε από τον Τζαννετάκη, που έχει ρίζες στη Μάνη. Γι' αυτό προχώρησε. Ομως το χωριό έπρεπε να είχε απαλλοτριωθεί. Μόνο έτσι θα είχε εξασφαλιστεί η επιβίωσή του. Σήμερα μένουν εδώ 10 - 15 κάτοικοι. Και το καλοκαίρι, ζήτημα είναι να κατοικούνται 20 σπίτια».
ΣΤΟ ΤΑΙΝΑΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΣΑΓΓΙΑ
«Είναι κάτι σαν φυσικός νόμος, οι λαοί να κατεβαίνουν προς το Νότο». Τα λόγια του παπα-Γιώργη στριφογυρίζουν στη σκέψη μου καθώς πλησιάζουμε στο ακρωτήριο Ταίναρο. Εκεί, στο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας, στη Μεταπέα Ακρα των Δωριέων, οι αρχαίοι επέλεξαν να στήσουν το πιο σημαντικό από τα ιερά της πε-ριοχής. Ο αέρας σπρώχνει με δύναμη την πόρτα του αυτοκινήτου καθώς προσπαθούμε να βγούμε. Φοράμε τα σακίδια στην πλάτη και κατηφορίζουμε προς το ερειπωμένο εκκλησάκι του Ασώματου. Εδώ βρισκόταν κάποτε το ιερό του θεού Ποσειδώνα, από το οποίο ελάχιστοι λίθοι είναι σήμερα στη θέση τους.
Ομως, δεν είναι αυτό το αξιοθέατο που ήρθαμε να δούμε, ούτε τα ρωμαϊκά ψηφιδωτά που μένουν εκτεθειμένα εκεί κοντά, θύματα και αυτά της αδιαφορίας της πολιτείας. Ακολουθώντας ένα βατό μονοπάτι, φτάνουμε στον διατηρητέο φάρο του Κάβο Ματαπά. Χτισμένος το 1882 από τους Γάλλους και ανακαινισμένος μόλις φέτος με τη συνδρομή των εφοπλιστών Λασκαρίδη και Κωνσταντακόπουλου, ο φάρος ατενίζει την Κρήτη, πέρα από την ανοιχτή θάλασσα. Δυστυχώς, το εσωτερικό του δεν είναι επισκέψιμο, εκτός και αν διαθέτετε ειδική έγγραφη άδεια από την Υπηρεσία Φάρων. Βέβαια, οι φήμες κάνουν λόγο για δημιουργία ενός υποτυπώδους αναψυκτηρίου προσεχώς.
Τα έρημα χωριά της Μάνης έχουν μια όψη σκυθρωπή. Γι' αυτό, αν θέλετε να πάρετε μικρή γεύση από ένα ζωντανό μανιάτικο χωριό, μια επίσκεψη στη Λάγια είναι τουλάχιστον επιβεβλημένη. Αφενός, γιατί είναι ένας από τους λιγοστούς οικισμούς που διατηρούν κάποιον αειθαλή πληθυσμό στα αριστοτεχνικά χτισμένα πέτρινα σπίτια και στις πυργοκατοικίες. Αφετέρου γιατί, πηγαίνοντας στο «καφενείο των κυνηγών», ίσως να έχετε την τύχη να συναντήσετε τον «Μπέη» και να τον πείσετε να σας αφηγηθεί ιστορίες από τα παλιά. Η γνωριμία μας με τον 82χρονο ιδιοκτήτη του καφενείου ήταν απολαυστική. Πνευματώδης και απόλυτα διαυγής, μας μίλησε για την ιστορία του χωριού του, που «ερήμωσε από τον εμφύλιο». Μας είπε για τα παιδικά του χρόνια, δείχνοντάς μας φωτογραφίες από το δημοτικό -ένα από τα τέσσερα που λειτουργούσαν τότε στο χωριό, το οποίο έκλεισε το 1938- και μας «σύστησε» τους τότε συμμαθητές του, οι περισσότεροι από τους οποίους εξελίχθηκαν σε αυτό που λέμε «σπουδαίοι άντρες».
«Ο λόγος που πρόκοψαν οι περισσότεροι Μανιάτες -γιατροί, δικηγόροι, στρατιωτικοί, πολιτικοί, πανεπιστημιακοί- ήταν η φτώχεια. Τότε δεν υπήρχαν πλούτη για να στεριώσουν εδώ και έφευγαν να σπουδάσουν κάτι. Ετσι, σιγά-σιγά ερήμωσε ο τόπος και άδειασαν τα χωριά». Συζητήσαμε για το σήμερα και παραπονέθηκε για την έλλειψη υποδομών, για το κακό οδικό δίκτυο, για το πανάκριβο νερό - 150 ευρώ το βυτίο. Με καυστικό χιούμορ σατίρισε τους πολιτικούς που στρέφουν την πλάτη τους στα προβλήματα της Μάνης: «Εμείς θέλουμε βΟΥλευτές και όχι βΟλευτές». Ιδιαίτερα αναφέρθηκε στην αυστηρότητα της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων που, ενώ επιβάλλει περιορισμούς, δεν κάνει τίποτα για να αναδείξει τα μνημεία του τόπου. «Θα έπρεπε όλη η Μάνη να είναι ένα μουσείο. Να πληρώνουν είσοδο για να μπουν και να τη δουν».
Στην ανατολική πλευρά του Ταΰγετου -που εδώ ονομάζεται Σαγγιάς- στριμώχνονται τα προσηλιακά χωριά κοντά στη θάλασσα. Αγιος Κυπριανός, Κοκκάλα, Σολοτέρι και έπειτα το πανέμορφο Νύφι, σκαρφαλωμένο στην πλαγιά, πνιγμένο στη βλάστηση, σαν να προσπαθεί να κρύψει στο πράσινο τους κουρασμένους πύργους του. Οδηγούμε αναζητώντας τις μικρές παραλίες, για τις οποίες τόσα έχουμε ακούσει, μέχρι το Φλωμοχώρι και τον Κότρωνα. Επειτα αφήνουμε πίσω μας τις αμμουδερές ακτές, καθώς ο δρόμος μάς τραβάει και πάλι δυτικά, περνώντας από εκεί που ξεκινήσαμε, από την Αρεόπολη των Μαυρομιχάληδων, μέχρι το Λιμένι, το Καραβοστάσι, το Οίτυλο και το χορταριασμένο κάστρο της Κελεφάς.
Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, από τα χρόνια του Παλαιολόγου μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, οι Μανιάτες εμφανίζονται στα μάτια φίλων και εχθρών ως ανυπότακτοι, που δεν διστάζουν να εδραιώσουν και να λύσουν συμμαχίες για το συμφέρον του τόπου τους. Πραγματικά, από τις ιστορίες που μας αφηγούνται με υπερηφάνεια οι ντόπιοι, φαίνεται πως είναι πάγια τακτική τους να αφήνουν τους πρόσκαιρους κατακτητές να χτίσουν κάστρα και αμέσως μετά να τα καταλαμβάνουν και να τα κρατούν δικά τους. «Αυτό συνέβη με αρκετά κάστρα και οχυρά της Μάνης, όπως το Κάστρο της Κελεφάς, κοντά στο Οίτυλο. Χτίστηκε από τους Τούρκους, αλλά μόλις τελείωσε, οι Μανιάτες συμμάχησαν με τους Βενετούς και το κατέλαβαν», μας λέει ο εκδότης Γιώργος Δημακόγιαννης από την Αρεόπολη. Περιδιαβαίνουμε το χορταριασμένο κάστρο και η συζήτηση εστιάζεται στην ψυχή της Μάνης. Οταν τον ρωτάμε «τι είναι ο Μανιάτης;» εκείνος χαμογελά και μας απαντά με μια στροφή του Κωστή Παλαμά: «Να κι οι Μανιάτες! Κι είν' όπως οι βράχοι τους: σουβλεροί κι ολόρθοι - κι ολόγυμνοι κι απάτητοι και ξεμοναχιασμένοι».
Στο δρόμο της επιστροφής, το τοπίο αρχίζει να αλλάζει. Από το κάστρο του Πασσαβά μέχρι το Γύθειο, έχουμε την αίσθηση ότι οι όγκοι των βουνών γλυκαίνουν. Αφήνοντας πίσω μας τη Μάνη, προσπαθούμε να βάλουμε σε τάξη όλες τις εικόνες και τις λέξεις που μαζέψαμε σε αυτό το ταξίδι. Αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν να τα περιγράψουμε όλα, με τον τρόπο των Μανιατών, λακωνικά. Μα δεν γίνεται...
Το οδοιπορικό μας πραγματοποιήθηκε με το Fiat Sedici 4x4 1.600cc, το οποίο αποδείχτηκε ιδανικό σε όλους τους δρόμους που συναντήσαμε.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ